κρυσταλλουργείο(ν)

κρυσταλλουργείο(ν)
το хрустальный завод

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κρυσταλλουργείο(ν)" в других словарях:

  • κρυσταλλουργείο — το εργαστήριο επεξεργασίας κρυστάλλων και κατασκευής κρυστάλλινων ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυσταλλουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλοποιείο — το κρυσταλλουργείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλο + ποιείο (< ποιός < ποιῶ). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»